- ανθρωπομορφία
- η , ανθρωπομορφισμός ο филос, антропоморфизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθρωπομορφία — η (Α ἀνθρωπομορφία) νεοελλ. η μορφολογική ομοιότητα ορισμένων ζώων ή φυτών προς τον άνθρωπο αρχ. η ανθρώπινη μορφή … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθρωπομορφικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ανθρωπομορφία 2. ο σχετικός με τον ανθρωπομορφισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + μορφικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αλ. Καραθεοδωρή] … Dictionary of Greek
ανθρωπομορφισμός — ο και ανθρωπομορφία, η απόδοση στο θεό μορφής και ιδιοτήτων ανθρώπου: Την αρχαία ελληνική θρησκεία τη χαρακτήριζε ανθρωπομορφισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)